καρδιολογικών όρων
Stent: ενδοαγγειακή πρόσθεση, τεχνητό υποκατάστατο ελλείποντος ή νοσούντος τμήματος του σώματος ή τεχνητή κατασκευή, που τοποθετείται για λειτουργικούς, στηρικτικούς ή αισθητικούς λόγους. Στην καρδιολογία αφορά ενδοστεφανιαία πρόσθεση ή προσθέσεις.
Αγγειοπλαστική: η αποκατάσταση στένωσης τμήματος τοιχώματος ή βατότητας αγγείου (πολλαπλές μέθοδοι).
Αγγειοσύσπαση: η ενεργητική σμίκρυνση των αγγείων με την επίδραση νευρικών ή χημικών ερεθισμάτων.
Αγγειοσυσπαστικά: φαρμακευτικές ουσίες, που προκαλούν αγγειοσύσπαση.
Αθηρεκτομή (στεφανιαία): επεμβατική ιατρική διαδικασία που χρησιμοποιείται για την αφαίρεση αθηρωματικών πλακών από τις στεφανιαίες αρτηρίες. Οι αθηρωματικές πλάκες είναι υπεύθυνες για τη στένωση ή απόφραξη των αρτηριών.
Αθηρογένεση: η παθολογική διαδικασία, κατά την οποία σχηματίζονται αθηρωματικές πλάκες στα τοιχώματα των αρτηριών, οδηγώντας σε προοδευτική στένωση και σκλήρυνση των αγγείων.
Αθηροσκλήρυνση: χρόνια πάθηση των αρτηριών, που χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση αθηρωματικών πλακών στο εσωτερικό τοίχωμα των αρτηριών. Οι πλάκες αποτελούνται κυρίως από λιπίδια, χοληστερόλη και ασβέστιο. Καθώς αυτές οι πλάκες αναπτύσσονται, προκαλούν στένωση των αρτηριών και μείωση της ροής του αίματος, οδηγώντας σε παθολογικές καταστάσεις.
Ακρόαση: η διαδικασία ακουστικής παρατήρησης οργάνων του σώματος (καρδιάς, πνευμόνων κ.ά.).
Αμλοδιπίνη: κυρίως αντιυπερτασικό φάρμακο, ανήκει στην κατηγορία ανταγωνιστών ασβεστίου (Calcium Channel Blocker - CCB).
Ανακοπή καρδιακή: η διακοπή της καρδιακής λειτουργίας.
Ανάνηψη καρδιοπνευμονική: η διαδικασία επαναφοράς και ανάκτησης ενός ασθενούς, που έχει υποστεί καρδιακή ανακοπή.
Αναπνοή Cheyne-Stokes: χαρακτηρίζεται από περιόδους με προοδευτική αύξηση της συχνότητας και του όγκου της αναπνοής, που ακολουθούνται από περιόδους με προοδευτική μείωση αυτών, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται περίοδοι άπνοιας.
Αντιυπερτασικό φάρμακο: αγωγή, που αφορά τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης σε επιθυμητά επίπεδα.
Απινίδωση καρδιακή: διαδικασία επαναφοράς της καρδιακής λειτουργίας, που πραγματοποιείται με ειδική συσκευή, τον απινιδωτή.
Απινιδώσιμος ρυθμός: εκείνοι οι καρδιακοί ρυθμοί, που ενδείκνυνται για απινίδωση. Αυτοί είναι η κοιλιακή μαρμαρυγή (VF) και η άσφυγμη κοιλιακή ταχυκαρδία (pulseless VT).
Αρρυθμία: όλες οι διαταραχές ρυθμού.
Αρτηριακή πίεση: είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών. Η πίεση αυτή οφείλεται στο έργο που παράγει η καρδιά (συστολή, διαστολή), αντλώντας αίμα μέσω του καρδιαγγειακού συστήματος.
Ασβεστώσεις/αποτιτανώσεις: η εναπόθεση αλάτων ασβεστίου σε καρδιακή βαλβίδα ή αγγείο, στο περικάρδιο ή μυοκάρδιο ή και σε άλλους ιστούς.
Βηματοδότης: ο όρος αναφέρεται είτε στον φλεβόκομβο είτε σε ιατρική συσκευή, που ρυθμίζει παθολογικούς καρδιακούς ρυθμούς.
Βραδυκαρδία: τρεις ή περισσότερες διαδοχικές διεγέρσεις από τον ίδιο βηματοδότη, με συχνότητα μικρότερη του κάτω ορίου της σύμφυτης συχνότητάς του.
Διαστολή: το στάδιο του καρδιακού κύκλου κατά το οποίο η καρδιά χαλαρώνει και οι κοιλίες γεμίζουν με αίμα, που επιστρέφει από το σώμα και τους πνεύμονες. Κατά τη διάρκεια της διαστολής, οι καρδιακές βαλβίδες που οδηγούν στους κόλπους ανοίγουν, επιτρέποντας στο αίμα να ρέει στις κοιλίες για την επόμενη συστολή.
Έμφραγμα του μυοκαρδίου: νέκρωση του μυοκαρδίου λόγω ισχαιμίας, που οφείλεται σε θρόμβο ή έμβολο. Διακρίνεται σε οξύ και χρόνιο.
Ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ): μη επεμβατική ιατρική εξέταση, που καταγράφει την ηλεκτρική δραστηριότητα της καρδιάς. Χρησιμοποιώντας ηλεκτρόδια τοποθετημένα στο σώμα, το ΗΚΓ παρέχει γραφική αναπαράσταση των ηλεκτρικών σημάτων της καρδιάς, τα οποία σχετίζονται με τους καρδιακούς παλμούς. Βοηθά στη διάγνωση καρδιακών προβλημάτων όπως αρρυθμίες, ισχαιμία, έμφραγμα του μυοκαρδίου κ.ά.
Καρδιακή ανεπάρκεια: μείωση δυνατοτήτων καρδιακής συστολής και διαστολής και ως αποτέλεσμα, ανεπαρκής εξώθηση του αίματος στους ιστούς.
Καρδιακή βαλβίδα: μεμβρανώδεις πτυχές, που αποφράσσουν τα καρδιακά στόμια κατά τη συστολή ή τη διαστολή, επιτρέποντας τη ροή του αίματος προς μια κατεύθυνση.
Καρδιακή παροχή: ο όγκος αίματος που αντλεί η καρδιά στην κυκλοφορία του σώματος κάθε λεπτό. Εκφράζεται ως το γινόμενο του όγκου παλμού (η ποσότητα αίματος που αντλείται από την καρδιά σε κάθε συστολή) και της καρδιακής συχνότητας (ο αριθμός των παλμών ανά λεπτό). Η καρδιακή παροχή αποτελεί σημαντικό δείκτη της καρδιακής λειτουργίας και επηρεάζει την αιμάτωση των οργάνων και των ιστών του σώματος. Διάφοροι παράγοντες, όπως η φυσική δραστηριότητα, η καρδιακή υγεία και οι παθολογικές καταστάσεις μπορούν να την επηρεάσουν.
Καρδιακή προσβολή: κατάσταση που προκύπτει όταν η ροή αίματος προς ένα τμήμα της καρδιάς διακόπτεται ή μειώνεται σημαντικά, συνήθως λόγω απόφραξης μιας στεφανιαίας αρτηρίας από θρόμβο αίματος ή πλάκα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία του καρδιακού μυός να λάβει το απαραίτητο οξυγόνο, προκαλώντας βλάβη ή νέκρωση του ιστού της καρδιάς.
Καρδιακός επιπωματισμός: μια επείγουσα ιατρική κατάσταση κατά την οποία συσσωρεύεται υγρό στον περικαρδιακό χώρο (ο χώρος μεταξύ του περικαρδίου, του προστατευτικού σάκου γύρω από την καρδιά, και της καρδιάς). Αυτή η συσσώρευση αυξάνει την πίεση στην καρδιά, εμποδίζοντάς τη να γεμίζει και να αντλεί αποτελεσματικά το αίμα.
Καρδιακός καθετηριασμός: μια επεμβατική διαγνωστική και θεραπευτική ιατρική διαδικασία, όπου ένας καθετήρας εισάγεται σε αιμοφόρο αγγείο για την αξιολόγηση και θεραπεία καρδιακών παθήσεων, όπως στεφανιαία νόσος ή καρδιακές βαλβιδοπάθειες.
Καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση: η αλληλουχία των ενεργειών που αποσκοπούν στην επαναφορά του πάσχοντος στη ζωή..
Κοιλιακή μαρμαρυγή: παθολογική και δυνητικά θανατηφόρα αρρυθμία, κατά την οποία το κοιλιακό μυοκάρδιο μεταπίπτει σε μαρμαρυγή, μια κατάσταση πλήρους ηλεκτρικής αποδιοργάνωσης.
Κοιλίες: είναι τα δύο διαμερίσματα του μυοκαρδίου, όπου εκτελείται η εξώθηση του αίματος προς την κυκλοφορία.
Κολπική μαρμαρυγή: παθολογική αλλά καλοήθης αρρυθμία, κατά την οποία το κολπικό μυοκάρδιο μεταπίπτει σε μαρμαρυγή.
Κόλποι: είναι τα δύο διαμερίσματα του μυοκαρδίου, όπου πληρώνεται η καρδιά εκ της κυκλοφορίας προς τις κοιλίες.
Κολποκοιλιακός αποκλεισμός: μια διαταραχή του συστήματος αγωγιμότητας της καρδιάς, κατά την οποία τα ηλεκτρικά σήματα που ελέγχουν τους καρδιακούς παλμούς δεν μεταφέρονται σωστά από τους κόλπους προς τις κοιλίες. Αυτό μπορεί να προκαλέσει επιβράδυνση ή πλήρη διακοπή της καρδιακής συχνότητας. Ο καρδιακός αποκλεισμός διακρίνεται σε τρεις βαθμούς.
Κυκλοφορικό σύστημα: το δίκτυο που είναι υπεύθυνο για τη μεταφορά αίματος, θρεπτικών ουσιών, οξυγόνου και αποβλήτων σε όλο το σώμα. Περιλαμβάνει την καρδιά, τις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία.
Περικάρδιο: ο διπλός προστατευτικός σάκος που περιβάλλει και στηρίζει την καρδιά. Αποτελείται από δύο στρώματα, το ινώδες περικάρδιο (εξωτερικό στρώμα) και το ορώδες περικάρδιο (εσωτερικό στρώμα) και ένα λεπτό χώρο ανάμεσά τους που εμπεριέχει υγρό και επιτρέπει στην καρδιά να χτυπά ομαλά, μειώνοντας την τριβή. Το περικάρδιο και το περικαρδιακό υγρό προστατεύουν την καρδιά, αποτρέπουν την υπερβολική διάταση και τη συγκρατούν στη σωστή της θέση μέσα στον θώρακα.
Πληκτροδακτυλία: μια ιατρική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από διόγκωση και αλλαγή του σχήματος των δακτύλων και των νυχιών. Η πληκτροδακτυλία σχετίζεται συχνά με χρόνια υποξία και με πνευμονικές και καρδιαγγειακές νόσους, όπως η πνευμονική ίνωση, οι συγγενείς καρδιοπάθειες και οι πνευμονικές λοιμώξεις. Η εμφάνισή της αποτελεί συχνά ένδειξη υποκείμενης χρόνιας νόσου.
Πνευμονική κυκλοφορία: το τμήμα του κυκλοφορικού συστήματος που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στους πνεύμονες και πίσω. Αρχίζει, όταν το αίμα αντλείται από τη δεξιά κοιλία της καρδιάς μέσω της πνευμονικής αρτηρίας και κατευθύνεται προς τους πνεύμονες, όπου εμπλουτίζεται με οξυγόνο. Στη συνέχεια, το οξυγονωμένο αίμα επιστρέφει στην καρδιά, συγκεκριμένα στον αριστερό κόλπο, μέσω των πνευμονικών φλεβών. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει την ανταλλαγή αερίων (οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα) στους πνεύμονες.
Πνευμονική φλέβα: αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει οξυγονωμένο αίμα από τους πνεύμονες προς τον αριστερό κόλπο της καρδιάς. Σε αντίθεση με τις περισσότερες φλέβες, οι πνευμονικές φλέβες μεταφέρουν αίμα πλούσιο σε οξυγόνο, απαραίτητο για τη διανομή σε όλο το σώμα. Υπάρχουν τέσσερις πνευμονικές φλέβες, δύο για κάθε πνεύμονα, που παίζουν κρίσιμο ρόλο στην πνευμονική κυκλοφορία.
Στατίνες: κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη μείωση των επιπέδων χοληστερόλης στο αίμα.
Στεφανιαία αγγεία: αρτηρίες και φλέβες που περιβάλλουν και τροφοδοτούν την καρδιά με αίμα. Οι στεφανιαίες αρτηρίες μεταφέρουν οξυγονωμένο αίμα στον καρδιακό μυ, ενώ οι στεφανιαίες φλέβες απομακρύνουν μη οξυγονωμένο αίμα. Οι δύο κύριες στεφανιαίες αρτηρίες είναι η αριστερή και η δεξιά, οι οποίες διακλαδώνονται για να καλύψουν ολόκληρη την επιφάνεια της καρδιάς.
Στηθάγχη: ιατρικός όρος που αναφέρεται στο αίσθημα πόνου ή δυσφορίας στο στήθος, που προκαλείται όταν ο καρδιακός μυς δεν λαμβάνει αρκετό οξυγόνο λόγω μειωμένης ροής αίματος στις στεφανιαίες αρτηρίες. Η στηθάγχη συχνά περιγράφεται ως αίσθημα πίεσης, βάρους ή καύσου στο στήθος και μπορεί να ακτινοβολεί στους ώμους, τα χέρια, το λαιμό ή την πλάτη. Συνήθως, εμφανίζεται κατά τη διάρκεια σωματικής άσκησης ή στρες, όταν η καρδιά χρειάζεται περισσότερο οξυγόνο, και υποχωρεί με την ανάπαυση ή με τη χορήγηση νιτρογλυκερίνης. Είναι ένα σύμπτωμα στεφανιαίας νόσου και απαιτεί ιατρική αξιολόγηση για την αποφυγή σοβαρότερων επιπλοκών, όπως η καρδιακή προσβολή.
Συστολή: το στάδιο του καρδιακού κύκλου, κατά το οποίο οι καρδιακές κοιλίες συσπώνται, αντλώντας το αίμα από την καρδιά προς την κυκλοφορία του σώματος και των πνευμόνων. Στη διάρκεια της συστολής, οι καρδιακές βαλβίδες που οδηγούν στις μεγάλες αρτηρίες (αορτή και πνευμονική αρτηρία) ανοίγουν, επιτρέποντας την έξοδο του αίματος.
Σφυγμός: ο ρυθμικός παλμός που γίνεται αισθητός στις αρτηρίες, όταν το αίμα εξωθείται από την καρδιά σε κάθε συστολή. Αντιπροσωπεύει τον αριθμό των καρδιακών παλμών ανά λεπτό και μπορεί να μετρηθεί σε διάφορα σημεία του σώματος, όπως στον καρπό ή στο λαιμό. Ο φυσιολογικός σφυγμός για έναν ενήλικα κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 60-100 παλμών ανά λεπτό. Η συχνότητα του σφυγμού μπορεί να αυξηθεί εξαιτίας σωματικής άσκησης, στρες ή πυρετού και να μειωθεί κατά την ανάπαυση.
Τρίγωνο του Einthoven: ένα θεωρητικό ισοσκελές τρίγωνο που σχηματίζεται από τις τρεις κλασικές ηλεκτροκαρδιογραφικές απαγωγές (I, II, III), οι οποίες τοποθετούνται στα άκρα του σώματος (αριστερός και δεξιός καρπός, και αριστερός αστράγαλος). Το τρίγωνο αυτό χρησιμοποιείται για την καταγραφή και ερμηνεία της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς, όπως αυτή ανιχνεύεται από το ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Καθεμιά από τις απαγωγές καταγράφει διαφορετική κατεύθυνση του ηλεκτρικού σήματος της καρδιάς, προσφέροντας πληροφορίες για την κανονικότητα των καρδιακών παλμών και την υγεία του καρδιακού μυός.
Τριχοειδή αγγεία: τα μικρότερα και λεπτότερα αιμοφόρα αγγεία στο ανθρώπινο σώμα, τα οποία συνδέουν τις αρτηρίες με τις φλέβες. Τα τοιχώματά τους είναι πολύ λεπτά, επιτρέποντας την ανταλλαγή ουσιών, όπως οξυγόνο, διοξείδιο του άνθρακα, θρεπτικά συστατικά και απόβλητα, μεταξύ του αίματος και των ιστών του σώματος.
Υπέρταση: η αύξηση της πίεσης στην περιφερική ή πνευμονική κυκλοφορία, στην αρτηριακή ή φλεβική κυκλοφορία, σε περιοχές της γενικής κυκλοφορίας, ή η αύξηση της ενδοκρανιακής ή ενδοφθάλμιας πίεσης.
Υπερτροφία της καρδιάς: παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την αύξηση του μεγέθους του μυοκαρδίου, κυρίως της αριστερής κοιλίας, ως απάντηση σε χρόνιο αιμοδυναμικό στρες ή αυξημένο έργο της καρδιάς. Η υπερτροφία μπορεί να προκληθεί από καταστάσεις, όπως η αρτηριακή υπέρταση, οι καρδιακές βαλβιδοπάθειες ή άλλες αιτίες που επιβαρύνουν το καρδιαγγειακό σύστημα. Αν και σε πρώτο επίπεδο μπορεί να αποτελέσει αντιρροπιστικό μηχανισμό για τη διατήρηση της καρδιακής απόδοσης, σε παρατεταμένη κατάσταση οδηγεί σε δυσλειτουργία της καρδιάς, αυξημένο κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας, αρρυθμιών και αιφνίδιου καρδιακού θανάτου.